ζαλικώνομαι

ζαλικώνομαι
ζαλικώνομαι, ζαλικώθηκα βλ. πίν. 4 και πρβλ. ζαλώνομαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζαλικώνω — και ζαλιγκώνω [ζαλίκι] 1. φορτώνω 2. μέσ. ζαλικώνομαι και ζαλιγκώνομαι και ουμαι α) φορτώνομαι, μεταφέρω βάρος στην πλάτη μου β) μτφ. φορτώνομαι οικονομικά ή ηθικά βάρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”